- εγερσίγελως
- ἐγερσίγελως, ο, η (Α)αυτός που προκαλεί γέλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγερσιγέλωσι — ἐγερσιγέλως laughterstirring masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερσιγέλωτες — ἐγερσιγέλως laughterstirring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερσιγέλωτι — ἐγερσιγέλως laughterstirring masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερσιγέλωτ' — ἐγερσιγέλωτα , ἐγερσιγέλως laughterstirring masc/fem acc sg ἐγερσιγέλωτι , ἐγερσιγέλως laughterstirring masc/fem dat sg ἐγερσιγέλωτε , ἐγερσιγέλως laughterstirring masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek